- μουσόρρυτος
- μουσό-ρρῠτος, ον,A flowing with music, i. e. gifted with poetic talent, TAM2(1).49 ([place name] Telmessus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουσόρρυτος — μουσόρρυτος, ον (Α) προικισμένος με ποιητικό ταλέντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + ρρυτος (< ρέω), πρβλ. θεό ρρυτος, μελί ρρυτος] … Dictionary of Greek
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek